Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2012

Lamine Faye & Super Diamono

Δεν είναι η 1η φορά που αναφέρομαι στους Σενεγαλέζους Super Diamono, με την φωνή του κορυφαίου Omar Pene που τόσο με συγκινεί. Δεν είναι όμως ο λόγος της σημερινής μου ανάρτησης μόνο αυτός.

Περισσότερο θέλω να σταθώ στον κιθαρίστα Lamine Faye (για τον οποίο πολύ λίγα πράγματα κατάφερα να βρω), έναν από τους σημαντικότερους μουσικούς της Σενεγάλης, συνθέτη & ενορχηστρωτή. Υπήρξε μέλος των Diamono στο μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 80,  σχηματίζοντας αργότερα τους δημοφιλής "Lemzo Diamono", ενώ τα τελευταία χρόνια ξαναπαίζει με τον Pene, κυρίως σε κάποιες συναυλίες στην πατρίδα τους.
Από τo 90, και ως τις μέρες μας, τον συναντάμε σε αρκετές παραγωγές, όπως αυτές του θρυλικού τραγουδιστή (πρώην Guelewar) Moussa Ngom, του Cheikh Lô κλπ.
'Ολα τα αδέλφια του αλλά και ο πατέρας του ήταν ή είναι μουσικοί, και μάλιστα σπουδαίοι: Habib Faye (μπασίστας, κιθαρίστας, κιμπορντίστας, συνθέτης & μουσικός διευθυντής του Youssou N'Dour), Adama Faye (ένας από τους πρωτοπόρους "κιμπορντίστες" της Δυτ. Αφρικής - πέθανε το 2005), Moustapha Faye (κιμπορντίστας και αυτός), Vieux Mac Faye, (επιτυχημένος κιθαρίστας και πρωτεργάτης του "Joolof blues"). Μάλιστα ο Adama ήταν από τα ιδρυτικά μέλη των Diamono, αλλά κάπου εκεί στις αρχές του 80 θα ακολουθήσει τους Super Etoile (άγνωστο, σε μένα τουλάχιστον, αν έπαιξαν μαζί για κάποιο διάστημα στους S.D).

Μέχρι τα μέσα περίπου του 80 οι εγγραφές των Super Diamono κυκλοφορούσαν κυρίως σε κασέτες, αν εξαιρέσει κανείς το 1ο LP τους - 1975 (χωρίς το Super τότε) & τα δυο 7"  στην Sonafric το 1977. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που οι πληροφορίες σχετικά με την σύνθεση του γκρουπ εκείνα τα χρόνια είναι πενιχρές, καθώς σπανίως αναγράφονται σε αυτές (τις κασέτες) το όποιο "line up".
Τον Lamine τον πρωτοσυναντάμε (εκτός αν κάτι μου διαφεύγει) στο ζωντανά ηχογραφημένο "Mam" (1986), και το
"People" (1987), που είναι, ουσιαστικά, και τα πρώτα άλμπουμ του γκρουπ που τυπώθηκαν σε βινύλιο 33 στροφών. Oυσιαστικά, γιατί το 1984 είχε κυκλοφορήσει σε βινύλιο και το πολύ καλο "Ndaxami", απ' ότι φαίνεται όμως πρόκειται για "επανέκδοση" κασέτας που βγήκε 2-3 χρόνια πριν.

Η ιστορία λέει πως το 1984, χάρη στον επιχειρηματία και πρώην ποδοσφαιριστή N'Doffène Fall, παλιό γνώριμο του Pene (από τα χρόνια που, νέος τότε, ο Omar "έπαιζε μπάλα"), οι Super Diamono θα ταξιδέψουν μέχρι το Παρίσι για 2 συναυλίες στο club Phil One à la Défense, στις 14 &15 Οκτωβρίου, που θα ηχογραφηθούν & από τις οποίες θα προκύψει το LP: "Mam" (εκδόθηκε 2 χρόνια αργότερα). Με αυτό το άλμπουμ το γκρουπ, θα γίνει γνωστό στο Ευρωπαϊκό κοινό, κερδίζοντας σταδιακά μια διεθνή αναγνώριση που θα γίνει ακόμα μεγαλύτερη με την κυκλοφορία του "People", ηχογραφημένο και αυτό στην Γαλλία. H μετανάστευση ("Rewu taax"), η αδικία, η μισαλλοδοξία ("Dou Wey"), το απαρτχάιντ («Soweto") είναι μερικά από τα θέματα τα οποία πραγματεύονται εδώ οι Diamono, έχονντας αυτή την περίοδο στις τάξεις τους εξαίρετους τραγουδιστές, εκτός από τον Omar φυσικά, όπως οι Moussa Ngom  & Mamadou Maïga. Την "επιτυχία" των 2 αυτών άλμπουμ θα ακολουθήσει μια σειρά εμφανίσεων σε Ευρώπη & Αμερική, αποφέροντας τους και τις διακρίσεις του "Best African musician" για τον Pene (από την CFTV - H.Π.Α.) & της καλύτερης Δυτικοαφρικάνικης μπάντας (στο Γιοχάνεσμπουργκ) στα 1988.
Το γκρουπ θα κυκλοφορήσει άλλο ένα LP το 1989, φόρο τιμής στον Σενεγαλέζο ιστορικό, ανθρωπολόγο & αιγυπτιολόγο Cheikh Anta Diop (1923 - 1986), κλείνοντας έτσι ένα μεγάλο κύκλο, που θα σημαδευτεί από αρκετές αποχωρήσεις.
Μεταξύ αυτών και ο  Lamine, που το 1990 θα σχηματίσει τους δικούς του Lemzo Diamono, διαμορφώνοντας ένα νέο μουσικό ύφος, γνωστό ως Marimbalax.
Όπως προείπα, αυτά τα άλμπουμ τα λαμπρύνει, εκτός των άλλων, και η πανταχού παρούσα κιθάρα του Lamine Faye, όπως μπορείτε και εσείς να διαπιστώσετε ...

ΥΓ: Το κομμάτι Mam που αναρτώ παρακάτω είναι από το "People", το μόνο "live" κομμάτι αυτού του άλμπουμ, από το 1986 στο ίδιο club. Υπάρχει βέβαια και στον ομώνυμο δίσκο, όμως αυτή η εκτέλεση έχει μια άλλη αύρα! Το
Rewu Taax είναι από το άλμπουμ "Mam", και αξίζει να δώσετε προσοχή στα κιθαριστικά "γεμίσματα".
                                        Super Diamono de Dakar - Mam
           
             
                                   Super Diamono de Dakar - Rewu taax
           

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

AfroΔύτες στο Weird Fishes Radio

Ξανά εδώ μετά από πολύ καιρό .....

Εκπομπή στο ιντερνετικό ραδιόφωνο  Weird Fishes Radio στις 09.12.2012.

                             Playlist:
1. Dan Satch & His Atomic 8 Dance Band Of Ab
a – Alabeke / 00:00
2. The Don Issac Ezekiel Combination - Ire / 04:33
3. Uppers International – Dankasa / 07:49
4. Segun Bucknor – Love And Affection / 11:23
5. Charles Atangana - Onguindo / 17:o4
6. Djelimady Tounkara & L'Orchestre Super Rail Band International – Djiguiya / 23:58
                    7. Les Ambassadeurs du Motel de Bamako - Tiecolomba / 33:44
                    8. Super Boiro Band - So I Si Sa / 38:53
                    9. Keletigui et Ses Tambourinis – Miri Magnin / 44:52
                   10. Mamo Lagbema - Zambo-Zambo / 49:50
                   11. Les Sympathics de Porto Novo - Afrika / 54:20
                   12. Pierre Antoine - Alaca Noun Min / 01:00:46
                   13. Akofa Akoussah - I Tcho Tchass / 01:06: 49
                   14. Le Sahel - Khandiou / 01:10:38
                   15. KonKoma - Yoo Eh / 01:18:03
                   16. Franck Biyong - Fe Bain / 01:22:19
                   17. Ebo Taylor - Ayesama / 01:27:18
                   18. Los Chicharrons - Bamako / 01:34:20
                   19. Asmara All Stars - Adunia / 01:39:27
                   20. Debo Band - Not Just a Song / 01:46:02
                   21. Girma Beyene - Ene Negn Bay Manesh / 01:52:02
                   22. Tesfa Maryam Kidane - Heywete / 01:55:59

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

Essiebons: ένα Γκανέζικο label στα χρόνια της ακμής και της ύφεσης ...

200 άλμπουμ και 800 singles είναι πάνω κάτω η κληρονομιά της Essiebons, της ιστορικής ετικέτας της Γκάνα, που άνθησε την δεκαετία του 70 & που ψηφιοποιείται τα τελευταία χρόνια χάρη στην φροντίδα του 82χρονου πλέον Dick Essilfie Bondzie, ιδρυτή και παραγωγού του label. Και ενώ για πάνω από δέκα χρόνια ο Mr Essiebons (όπως αποκαλείται ο Bondzie) είχε σχεδόν αποστρατευτεί, σήμερα "ξεσκονίζει" τα master tapes της εταιρείας του, δίνοντας μια δεύτερη ευκαιρία τόσο στον εαυτό του, όσο και στην μουσική παραγωγή μιας ολόκληρης περιόδου.

Μέρος αυτού του υλικού έχει ήδη δει αξιοποιηθεί, κυρίως μέσα από τις επανεκδόσεις της Analog Africa, αλλά και της Soundway ή της Hippo Records, φέρνοντας στο φως σπάνια μέχρι πρότινος άλμπουμ ή κομμάτια καλλιτεχνών, όπως των σπουδαίων CK Mann και Ebo Taylor, του "πολύ" Gyedu-Blay Ambolley, και σχετικά πρόσφατα του αινιγματικού Rob "Roy" Raindorf.
Τα τελευταία καλά νέα για την Essiebons μας έρχονται από το soundcloud, όπου εδώ και ένα μήνα περίπου έχει ξεκινήσει να αναρτά το αρχείο της, σημαντικό μέρος του οποίου φαίνεται να είναι ακυκλοφόρητο.

                                      Essiebons @ Soundcloud


◄●►◄●►◄●►◄ ● ►◄●►◄●►◄●►◄●►◄●►◄●►◄●►◄●►◄ ● ►◄●►


Από την δεκαετία του 1950, με την λαϊκή μουσική Highlife, μέχρι και τις αρχές του 1970, με το Afro-Rock, η Γκάνα βρισκόταν στην πρώτη γραμμή της μουσικής παραγωγής της Αφρικής. Με ανανεωμένο το ενδιαφέρον της μουσικής βιομηχανίας, μετά από το festival Soul to Soul, η χώρα - περί τα μέσα των 70ς - έφτασε να έχει 4 στούντιο ηχογράφησης και 2 εργοστάσια κοπής βινυλίου, παράγοντας εκατοντάδες χιλιάδες δίσκους τον χρόνο. Το ένα εξ' αυτών (και το πρώτο που λειτούργησε το 1969) ήταν το Record Manufacturers of Ghana Ltd (το άλλο της Ambassador Records), συνιδιοκτησίας της Polygram και του πατέρα του Dick Essilfie Bondzie (κατ΄ άλλους του ίδιου του Dick), σηματοδοτώντας την εποχή του "33 1/3 rpm LP".
Πρώην λογιστής και από τα τέλη του 1950 διανομέας Αφρικάνικης μουσικής (πιθανόν και ιδιοκτήτης δισκάδικου) ο Bondzie διέθετε τα αρχεία του σε ραδιοφωνικούς σταθμούς και καταστήματα, έως ότου αποφάσισε να κάνει ο ίδιος τις ηχογραφήσεις. Έτσι το 1969 θα ιδρύσει την Essiebons/Dix records, που μαζί με εταιρείες όπως η Gapophone, αλλα και οι Ambassador (Ghana), Polygram (Ghana) κλπ, θα πρωταγωνιστήσουν στο μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του '70.

Essiebons - Από το: Popular Music of the World
"Το label της Essiebons λειτουργεί στην Γκάνα από το 1969. Ιδρύθηκε από τον Dick Essilfie Bondzie, πρώην λογιστή και ιδιοκτήτη δισκάδικου, του οποίου ο πατέρας ήταν συνιδιοκτήτης του RMGL του πρώτου εργοστάσιου κοπής βινύλιου (με πρέσα).
Η Essiebons κυκλοφόρησε το πρώτο «εγγενές» LP της χώρας, το 1970, και πολύ γρήγορα κέρδισε τον πρώτο χρυσό δίσκο για την Γκάνα, με το άλμπουμ των Dr .K Gyasl and His Noble Kings (Τhe High Life Doctor), το 1972. O Essilfie Bondzie υπήρξε παραγωγός σε μια πλατιά γκάμα καλλιτεχνών και ηχογράφησε μαζί τους πολλούς δίσκους. Από τον Koo Nimo, τον palm –wine φολκ τροβαδούρο (palm-wine: είδος φοίνικα που ευδοκιμεί στην Αφρική και βγάζει κρασί και ζάχαρη, palm-wine music: είδος μουσικής από τη Δυτική Αφρική , ένα μείγμα από calypso του Τρίνινταντ και Socca) μέχρι διάφορες μπάντες πνευστών & φωνητικά γκρουπ. (Ebo Taylor, F. Kenya, Gyedu Blay Ambolley, Rob, Paapa Yankson , Apagya Show Band, Sir Victor Uwaifo είναι μερικά μόνο από τα ονόματα που ηχογράφησαν για την Essiebons). Η μεγαλύτερη επιτυχία του Bondzie, ήταν με τον CK Mann, ο όποιος - μαζί με τους Carousel 7 - ανανέωσε το highlife (την λαϊκή μουσική της Γκάνα) στα μέσα της δεκαετίας του 70. Επίσης έκανε και κάποιες ηχογραφήσεις με τούς Κονγκολέζους (Ζαϊρινούς τότε) Henry Bowane (διάσημο κιθαρίστα & συνθέτη) , την θρυλική μπάντα των Zalko Lang Langa και τον «διεθνή» Sam Mangwana.


Μέχρι το 1978, το βινύλιο ήταν κυριολεκτικά δυσεύρετο στην Γκάνα. Αυτό εμπόδιζε την παραγωγή δίσκων και, σε συνδυασμό με τις άθλια οικονομική κατάσταση που συνεχώς χειροτέρευε, η τοπική μουσική βιομηχανία οδηγήθηκε σε μεγάλη παρακμή.
Τις μεταλλικές μήτρες για τα στέρεο άλμπουμ παλιότερα τις προμήθευε η Polygram της Νιγηρίας, αλλά όταν αργότερα η εταιρεία «ιθαγενοποιήθηκε»  οι πλάκες έπρεπε να προμηθευτούν από την Κένυα. Τότε η Essiebons έψαξε να βρει άλλους τρόπους να προωθήσει τη μουσική της. Το 1979, πολλοί καλλιτέχνες της εταιρείας, εμφανίστηκαν στην (ανεξάρτητη) ταινία (video) Roots to Fruits, η οποία προβλήθηκε για πολύ λίγο στην Γκάνα το 1982.
Η εταιρεία συνέχισε την δράση της κυκλοφορώντας κασέτες, και μέσα στη δεκαετία του 90 ο Bondzie παραχώρησε τα δικαιώματα από κάποιες παραγωγές σε διάφορες ευρωπαϊκές εταιρείες για την επανέκδοση κάποιων άλμπουμ που είχαν ηχογραφηθεί στην Essiebons.
"

◄●►◄●►◄●►◄ ● ►◄●►◄●►◄●►◄●►◄●►◄●►◄●►◄●►◄ ● ►◄●►


Ωστόσο τα πράγματα, όχι μόνο για την
μουσική βιομηχανία αλλά και για ολόκληρη την χώρα, άρχισαν να αλλάζουν δραματικά από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, λόγω της κακής οικονομική διαχείριση του καθεστώτος Acheampong. H οικονομία της Γκάνας ήταν πλέον στα όρια της κατάρρευσης. Το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) παρουσίαζε αρνητική ανάπτυξη, σημειώνοντας μείωση κατά 3,2 % ανά έτος, την περίοδο 1970 - 1981. Ο περιορισμός της παραγωγής του κακάο κατά το ήμισυ, από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 έως τα τέλη της δεκαετίας του 1970, μείωσε δραστικά  και το μερίδιο της Γκάνας στην παγκόσμια αγορά, με αποτέλεσμα η παραγωγικότητα και το βιοτικό επίπεδο να έχουν πέσει δραματικά.
Θα ακολουθήσει μια περίοδος πολιτικής αστάθειας, με δύο πραξικοπήματα (1979 & 1981) έως ότου μια
στρατιωτική κυβέρνηση, υπό την ηγεσία του J. J. Rawlings, έρθει στην εξουσία. Κάτι που θα σημάνει και το τέλος της νυχτερινής ζωής στην χώρα.

Το νέο καθεστώς θα προβεί σε απαγόρευση της νυκτερινής κυκλοφορίας για δυόμιση περίπου χρόνια (1982-4) και επιβολή μαζικών εισαγωγικών δασμών (φόρο πολυτελείας 160 %) για τα μουσικά όργανα.
Ως αποτέλεσμα, η μουσική βιομηχανία, (που ήδη από τα τέλη του 70 είχε σημειώσει πτώση της παραγωγής της στο 1/4)  να υποχωρήσει σημαντικά. Τα συγκροτήματα δεν μπορούν πλέον να αποκτήσουν τον εξοπλισμό τους, η μουσική σκηνή μετά την απαγόρευση θα καταρρεύσει, πολλοί καλλιτέχνες θα εγκαταλείψουν την Γκάνα, και μόνο ένα λειτουργικό στούντιο ηχογράφησης θα απομείνει στην χώρα. Μουσικοί & μουσική παραγωγή θα "μετακομίσουν" στον χώρο της εκκλησίας και στις επιδοτούμενες gospel highlife bands, αφού ως γνωστόν η θρησκεία δεν φορολογείται.
Παράλληλα οι disc jockeys (
spinners) των μικρών, και πολλές φορές κινητών, disco (ντισκοτέκ-παράγκες) θα καταλάβουν σταδιακά τις μεγάλες πίστες και τα nightclubs, ενώ η κασέτα (πειρατική της περισσότερες φορές) και το φθηνό video θα αποτελέσουν τους νέους τρόπους  προώθησης της μουσικής.
Σύμφωνα με τον Miles Cleret της Soundway Records:  "
Η Polygram  θα εγκαταλείψει την λειτουργία της στην Γκάνα πηγαίνοντας πίσω στη Νιγηρία, και αφήνοντας τον Dick Essilfie-Bondzie να ασχοληθεί με το χάος. Το εργοστάσιο στην Άκκρα θα κλείσει και αργότερα θα λεηλατηθούν όλα τα  αποθέματα του". Το ίδιο θα πράξει και η Ambassador. Ο Bonzie θα προσπαθήσει να ορθοποδήσει την εταιρεία του με την παραγωγή video και κασέτας (όπως είδαμε), αλλά μάλλον δεν θα τα καταφέρει ...

◄●►◄●►◄●►◄ ● ►◄●►◄●►◄●►◄●►◄●►◄●►◄●►◄●►◄ ● ►◄●►

Δεν είναι τυχαία η επιλογή του Ebo Taylor στην παραπάνω φωτογραφία. Μετά την επιστροφή του από το Λονδίνο, και τις εκεί μουσικές σπουδές του, θα γίνει "in-house" ενορχηστρωτής και μουσικός παραγωγός για την ετικέτα της Essiebons (όπως επίσης για ένα διάστημα και για την Gapophone), καταγράφοντας εκεί μερικά από τα σημαντικότερα σόλο έργα του. Το "Feel Alright", που παραθέτω πιο κάτω, είναι ένα από τα ακυκλοφόρητα κομμάτια του που έχουν αναρτηθεί στο soundcloud, ίσως από την περίοδο της πολιτικής αστάθειας ...


-------------------------------------------------------------------------------------------

Βιβλιογραφία και
Πηγές:

Media and Identity in Africa
 
Popular Music of the World
Ghana and the World Music Boom

Brief History of Ghanaian Highlife
Ghana Soundz by Miles Cleret

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012

Franco & TP OK Jazz - Boma L'heure

Λίγος ο χρόνος που έχω αυτές τις μέρες, και για το blog & γενικότερα ...
Mε αφορμή όμως την σημερινή καταιγίδα , να έτσι μου ήρθε και είπα να μοιραστώ εδώ ένα τραγούδι. Όμορφο!

To 1971 είναι η χρονιά που το Congo-Kinshasa μετονομάζεται σε Zaire και το απολυταρχικό καθεστώς του προέδρου της χώρας "Marshall Mobutu Sese Seko" εδραιώνει την κυριαρχία του. Στο πλαίσιο μιάς "αφροκεντρικής" πολιτικής που αποκαλείτο  «La Aunthenticite», πόλεις, χωριά, ποτάμια, λίμνες, βουνά & άνθρωποι αλλάζουν ονόματα, και ο κογκολέζος κιθαρίστας Franko (από τους σημαντικότερους μουσικούς της Αφρικής & σίγουρα ο δημοφιλέστερος στην ήπειρο) λέγεται πλέον: "L'Okanga La Ndju Pene Luambo Makiadi" .
Είναι τότε που ο Franco (έχοντας πλέον επιστρέψει από το Βέλγιο) προσπαθεί να ανασυγκροτήσει την μπάντα του, μετά από αρκετές αποχωρήσεις, αλλά και να "συνέλθει" από τον θάνατο του αδελφού του Tshongo Bavon Marie Marie - μουσικός και αυτός  - σε τροχαίο (στην μνήμη του οποίου θα ηχογραφήσει αρκετά τραγούδια).
Θα αρχίσει να στρέφεται προς την παράδοση,
σαφώς επηρεασμένος (ή και αναγκασμένος;) από το "πνεύμα των ημερών",  ανακαλύπτοντας και μια άλλη - πιο ήπια - πλευρά του, με τραγούδια σαν το πανέμορφο "Boma L'heure".



Vocals: Franco & Youlou Mabiala & με την συνοδεία γυναικείας χορωδίας,
Isaac Musekiwa: tenor sax , Simaro: rhythm guitar, Céli Bitshou: bass, Bosuma Dessoin: percussion, Ntoya: maracas.

Παρασκευή 24 Αυγούστου 2012

Idrissa Soumaoro et l'Eclipse de L'I.J.A

Το άλμπουμ στο οποίο αναφέρομαι σήμερα, και το οποίο καταγράφηκε το 1978 από το μουσικό τμήμα του σχολείου για τα τυφλά παιδιά (IJA) - στο Bamako του Mali , δεν ξέρω αν θα επανεκδοθεί κάποια στιγμή. Ο λόγος είναι ότι δεν πουλήθηκε ποτέ στην αγορά (τουλάχιστον επίσημα), αλλά προσφερόταν ως δώρο από το Ίδρυμα, στο οποίο ο Idrissa Soumaoro, εμπνευστής & πρωτεργάτης του  όλου εγχειρήματος, ήταν δάσκαλος μουσικής (διδάσκει εκεί και σήμερα). Πρόκειται για το: "Ιdrissa Soumaoro et l'Eclipse de L'I.J.A -  Ampsa X / Le Tioko-Tioko", ένα ανεκτίμητο έργο, τόσο από ιστορικής όσο και από καλλιτεχνικής πλευράς. Ψυχεδελικό, γεμάτο από "υπνωτιστικά" κιθαριστικά riffs, εκρηκτικούς ρυθμούς, μαγευτικές φωνές, και ένα καταιγιστικό όργανο...


Για πολλούς αυτός είναι και ο πρώτος δίσκος των Amadou & Mariam. (Το πως και το γιατί θα το δούμε παρακάτω). Αλλά και ο πρώτος προσωπικός του Idrissa Soumaoro (αν και δεν αναφέρεται στην δισκογραφία του), που σε αντίθεση με τους πρώτους  πολύ λίγα πράγματα είναι γνωστά γι' αυτόν. Και ακόμα λιγότερο είναι γνωστή η συμβολή του στην μουσική της χώρας του, και όχι μόνο. Με σχεδόν 45 χρόνια παρουσίας στα μουσικά πράγματα, ο Idrissa είναι ένας bluesman με μια εξαιρετική αίσθηση του χιούμορ. Γεννήθηκε το 1949 στο Ouéléssébougou στην περιοχή Djitoumou του Μάλι, 75 χλμ. νότια του Μπαμάκο, την περίοδο που η χώρα προετοιμαζόταν για την ανεξαρτησία. Άρχισε να ασχολείται με την μουσική από τα σχολικά του χρόνια, όταν, παθιασμένος με την ινδική κινηματογραφική μουσική, ξεκίνησε να μαθαίνει Timbo (ένα είδος lamellophone), και στη συνέχεια pipe και φλάουτο. Ως έφηβος έμαθε να παίζει φυσαρμόνικα και κιθάρα, και άρχισε να γράφει  τραγούδια στο ύφος των τροβαδούρων που ταξίδευαν από χωριό σε χωριό. Στα δεκαοκτώ του δημιούργησε το δικό του συγκρότημα, τους Jazz Djitoumou, παίζοντας μουσική για χορό κάθε Σαββατόβραδο, αποκτώντας σταδιακά μιά μικρή φήμη. Με το τέλος του αντίστοιχου Γυμνασίου θα σπουδάσει στο Εθνικό Ινστιτούτο Καλών Τεχνών (ΙΝΑ) στο Μπαμάκο, μαθαίνοντας τις νέες μορφές της μουσικής (πιάνο, βασικά αρχές θεωρίας, κλπ). Τότε είναι που γράφει το ένα τραγούδι μετά το άλλο, πολλά από τα οποία ηχογραφήθηκαν για λογαριασμό της κρατικής ραδιοτηλεόρασης (ORTM). Μεταξύ αυτών και το περίφημο "Ancien Combattant" (1969), αρκετά γνωστό και από την διαμάχη περί πνευματικών δικαιωμάτων που προκάλεσε - βλ. εδώ. Τραγούδι, για το οποίο μέχρι και σήμερα δεν έχει πάρει "δεκάρα τσακιστή".


Ο Idrissa θα συνεχίσει τις σπουδές του στην μουσική, αποκτώντας δίπλωμα ανωτάτης σχολής, και θα διοριστεί καθηγητής στο Βόρειο Μάλι, όπου και θα εντρυφήσει στην παραδοσιακή μουσική της περιοχής των "Tuareg". Την περίοδο 1973-76 θα διατελέσει επικεφαλής του μουσικού τμήματος του "Institut Pédagogique National" (Εθνικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα), ενώ παράλληλα θα ξεκινήσει η συνεργασία του με τους θρυλικούς Les Ambassadeurs Du Motel De Bamako. Στην αρχή εμφανιζόμενος στα διαλείμματα των παραστάσεων τους & αργότερα ως μέλος του γκρουπ, παίζοντας πιάνο - organ,  ή κιθάρα, ανάλογα με την περίσταση. Εκεί είναι που θα γνωριστεί και θα συνδεθεί στενά με τον ρυθμικό κιθαρίστα Amadou Bagayoko, ο οποίος εντάχθηκε στους Ambassadeurs το 1975. Το 1978, οι  Les Ambassadeurs θα μετακινηθούν από το Μάλι στην Ακτή Ελεφαντοστού, σε αναζήτηση  στούντιο ηχογράφησης αλλά και ευρύτερης φήμης. Οι Amadou & Idrissa θα μείνουν πίσω. "Δεν μας είπαν τίποτα. Ήταν Αύγουστος, κατά τη διάρκεια των διακοπών, όταν απλά εξαφανίστηκαν."

Με την παρότρυνση του Amadou, που δίδασκε ήδη στο σχολείο για τα τυφλά παιδιά, ο Soumaoro θα ακολουθήσει τον καλό του φίλο και συνεργάτη στο "IJA". Εκεί, εκπαιδεύοντας νέους μουσικούς με προβλήματα όρασης, θα σχηματίσουν ένα νέο συγκρότημα, τους "L'Eclipse", βάζοντας με αυτόν τον τρόπο την διδασκαλία τους σε πράξη. Κάπως έτσι γεννήθηκε και το LP για το οποίο κάνω λόγω στην αρχή, ένα πραγματικό διαμάντι της δεκαετίας του 1970.

Το άλμπουμ εκδόθηκε υπό την αιγίδα & με την βοήθεια του αντίστοιχου Ιδρύματος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ενώ τα περισσότερα αντίτυπα έχουν πλέον χαθεί ή καταστραφεί μετά τα γεγονότα του 1991.
(Τα  "master tapes" άραγε που να βρίσκονται;)
Το μόνο κομμάτι που έχει συμπεριληφθεί σε κάποια συλλογή είναι το Djama, στο "Mali 70 - Electric Mali (African-Pearls-series)" του 2009. Ένα κομμάτι γραμμένο από τον Amadou Bagayoko και τραγουδισμένο από τον ίδιο και την Mariam Doumbia. Μιλάμε φυσικά για το γνωστό μουσικό ζευγάρι Amadou & Mariam, που συναντήθηκαν στο Ινστιτούτο για  τυφλούς το 1975, όταν ο Amadou ήταν 21 και  η Mariam 17, και από τότε είναι μαζί στην σκηνή και στην ζωή. Ο Bagayoko είχε περάσει ήδη μεγάλο μέρος της ζωής του εκεί, όπου έμαθε γραφή Braille και θεωρία της μουσικής. Αργότερα έγινε και αυτός δάσκαλος στο σχολείο. Έχασε την όρασή του στα 13 του από  καταρράκτη, ενώ η Mariam τυφλώθηκε όταν ήταν μόλις έξι ετών (τραγουδούσε ήδη από τότε σε γάμους & λοιπές τελετές), από ιλαρά που δεν αντιμετωπίστηκε εγκαίρως.
Τόσο στο Djama (κοινωνία), τραγούδι που αργότερα "επανεκτελέστηκε" & έγινε επιτυχία από το ίδιο το ζευγάρι - εδώ , αλλά και σε όλο το άλμπουμ ο Amadou παίζει κιθάρα & ο Idrissa όργανο. Εξαιρετικοί καί οι δύο!
                                                       Djama — Idrissa Soumaoro



¨
Αλλά και τα φωνητικά, όπως προανέφερα, είναι πανέμορφα. Με κορυφαία την Mariam («την καλύτερη τραγουδίστρια ανάμεσα στους μαθητές του IJA», σύμφωνα με όσα έχει πει ο Idrissa), που παράλληλα με τις σπουδές της μάθαινε χορό & έγραφε και τραγούδια για το συγκρότημα του Ινστιτούτου (2 συνθέσεις στον δίσκο είναι δικές της), μια πλειάδα από τυφλά παιδιά συμβάλουν τα μέγιστα σ΄αυτό το έργο.

Το όνομα της ορχήστρας, Eclipse, είναι μια αλληγορία (ήλιος / φεγγάρι, ημέρα / νύχτα, "μη τυφλός" / τυφλός), που στόχο είχε την ευαισθητοποίηση του κοινού για την  χειραφέτηση των τυφλών στο Mali.
Οι Idrissa, Amadou & Mariam συμμετέχουν με 2 συνθέσεις ο καθένας, αλλά τα κομμάτια που ανοίγουν τις δυό πλευρές του δίσκου - γραμμένα από τον Soumaoro - είναι ίσως και οι πιό δυνατές στιγμές του. Πρόκειται για τα: Fama Allah ("Μεγάλος Θεός" ή "ο Θεός είναι μεγάλος") & Nissodia (Χαρά της αισιοδοξίας).
-
-
Τα επόμενα χρόνια η ομάδα αλλάζει το όνομα της σε Miriya (σκέψη), αποτελούμενη πλέον μόνο από τυφλούς μουσικούς. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 είχαν γίνει τόσο δημοφιλής που ο Amadou ήταν δύσκολο να συνδυάσει τη διδασκαλία με τις συναυλίες,
Το 1986, μαζί με την Mariam, θα φύγουν από το σχολείο, μετακινούμενοι και αυτοί στην Ακτή Ελεφαντοστού (μουσική Μέκκα τότε της Δ. Αφρικής) ξεκινώντας μια νέα καριέρα.
Εν τω μεταξύ ο Idrissa Soumaoro έχει μεταβεί στην Αγγλία, όπου από το 1984 έως το 1987, θα σπουδάσει "Braille Musicography" στο Πανεπιστήμιο του Birmingham.
Θα επιστρέψει στο Mali και στο IJA ως Γενικός Διευθυντής του Ινστιτούτου. και το 1996 θα  διοριστεί Γενικός Επιθεωρητής της Μουσικής στο Υπουργείο Παιδείας. Ακόμα και τώρα εμφανίζεται κατά καιρούς σε διάφορα ξενοδοχεία, έχοντας αναπτύξει ένα στυλ μουσικής που ονομάζεται "Kote", συνδυάζοντας μουσική, θέατρο & σάτιρα. Έχει κυκλοφορήσει 3 προσωπικούς δίσκους (εδώ) μέσα στην δεκαετία του 2010, ενώ έχει τιμηθεί για την συμβολή του στον πολιτισμό, το 2002, με την διάκριση του "Ιππότη του Εθνικού Τάγματος του Μάλι".

Σάββατο 21 Ιουλίου 2012

Γκανέζοι και Νιγηριανοί Drummers & Percussionists σε "Fusion" διαδρομές ...

 1. Guy Warren: Africa Speaks, India Answers (feat. Amancio D' Silva - guitar)  / Afro Jazz (1969) - Ghanaian
 2. Gasper Lawal: Omi Leniyon / Abio'sunni (1985) - Nigerian
 3.
Mustapha Tettey Addy: Herbal Man / Come and Dance (1992) - Ghanaian
 4. Solomon Ilori And His Afro-Drum Ensemble:  Gbogbo Omo Ibile (Going Home) / African High Life (1963-64) - Nigerian
 5. Ginger Johnson and his African Messengers: Talking Drum / African Party (1967) - Nigerian
 6. Obo Addy: Africa Speaks, America Answers / Obo (1984) - Ghanaian
 7. Babatunde Olatunji - Ife L'oju L'aiye / Dance to the Beat of my Heart (1986) - Nigerian
 8. Anthony "Reebop" Kwaku Bah: 200 To 500 Years Ago / Anthony Reebop Kwaku Baah (1973) - Ghanaian
 9. Okyerema Asante feat. Plunky Nakabinde: Sabi  / Drum Message (1976-77) -  Ghanaian
 10. Najite (Agindotan) and Olokun Prophecy:  Showtime / Africa Before Invasion (2003) - Nigerian
 11. Jimi Tenor And Tony Allen: Darker Side Of Night /  Inspiration Information 4 (2009) - Nigerian

                

Σάββατο 7 Ιουλίου 2012

Νιγηρία-Μ.Βρετανία: Μιά Afro-Express βόλτα, παρέα με τον Oludele Olaseinde.

Είναι η γοητεία που ασκεί το Νιγηριανό Rock στο δυτικό ακροατήριο, αλλά και το συνεχές ψάξιμο κάποιων D.J.'s και συλλεκτών μουσικής, που αυτή η ιστορία δεν φαίνεται να έχει τέλος. Πέρα όμως από τα όποια γκρουπς ξαναέρχονται στο φως κάθε τόσο, υπάρχουν και οι μουσικοί με την δική τους μικρή ή μεγάλη ιστορία.
Και που μερικές φορές, είτε σαν session είτε δουλεύοντας στην παραγωγή, τους ξαναβρίσκουμαι σήμερα πίσω από  μεγάλα ονόματα της μουσικής βιομηχανίας.
Μια τέτοια περίπτωση είναι και ο Κύριος Oludele Olaseinde που, με αφορμή την επικείμενη επανέκδοση του άλμπουμ των Afro Express (θα πω παρακάτω), γράφω σήμερα. Σημαντικό μέρος του υλικού αυτής της ανάρτησης οφείλεται στο "υπό σχεδιασμό" booklet της έκδοσης, και τον καλό φίλο Dj Ness που την επιμελείται.   Many Thanks Ness!

" Oludele Olaseinde is the founder of River Niger Orchestra. Olu is a renowned session guitarist and keyboard player who started his musical journey in Nigeria during the Afro Rock and Afrobeat era of the 1970s. Olu was lead guitarist for Afro Express and Ofo the Black Company whose music was used for the Grammy winning film 'Last King of Scotland'. Olu was also a special adviser to Markus Dravs producer of Coldplay's Viva La Vida album and winner of the 2011 Brit Awards Best British Music Producer."

Αυτά αναφέρονται στην επίσημη ιστοσελίδα της River Niger Orchestra, μίας μουσικής ομάδας που δημιουργήθηκε από τον Olu Olaseinde, και που δρα στα πλαίσια του "River Niger Arts", ενός καλλιτεχνικού - εκπαιδευτικού εργαστηρίου στην Βρετανία (Liverpool). Συνθέτης, παραγωγός, μουσικός ερευνητής, αλλά και πολυοργανίστας ο Olu, ένας από τους πρωτεργάτες του Νιγηριανού Afro-Rock, έχει εργαστεί τα τελευταία χρόνια για αρκετές διεθνείς δισκογραφικές εταιρείες, όπως η Polygram και η Decca. Συνεργάστηκε με τον Seun Kuti, την περίοδο που σπούδαζε τεχνολογία ήχου στο Λίβερπουλ (μάλλον υπήρξε δάσκαλος του), και πρόσφατα με τον Femi Kuti, ενώ συνεχίζει να εκτελεί ως session ή support μουσικός, όπως για παράδειγμα με τους Kool and the Gang.
Παράλληλα, στο συνθετικό του έργο, μέσα από την δουλειά του με τους "River Niger Orchestra", μεταφέρει την πολιτιστική κληρονομιά της πατρίδας του, κυρίως με την χρήση παραδοσιακών οργάνων, όπως το Iya` Lu (Talking Drum), Oja (native flute) & Goje` (African violin), και με την ποίηση να έχει τον πρώτο λόγο.
Για το κομμάτι που ακολουθεί: "The Chase" is a narrative about a slave who escapes and is being hunted down by riders on horses, and blood hounds. "The Chase" is from The Anti-Slavery Harp; A collection of songs for anti-slavery meetings, compiled by William W. Brown, a fugitive slave (Boston : Bela Marsh, 1848).



Όπως αναφέρεται και στο απόσπασμα που παραθέτω στην αρχή ο Olaseinde ξεκίνησε το μουσικό του ταξίδι την περίοδο του Afro-Rock & Afrobeat των 70's, αλλά και λίγο νωρίτερα. Ήδη από τα μέσα περίπου των 60's θα διατελέσει μέλος συγκροτημάτων όπως οι "The Vampires" και "The Clusters".
 1966 - Pic Courtesy (απο το αρχείο του Comb & Razor)
Νεανικά γκρουπς, μέσα από τα οποία γαλουχήθηκε μια πλειάδα μουσικών, που έπαιξαν σημαντικό ρόλο τα επόμενα χρόνια.
Στην φωτογραφία διακρίνονται οι: Olaseinde (αριστερά), David Cliff (αργότερα leader των Cloud 7), και αριστερά ο Patrick Solomon (γνωστός ως Patsol). Ιδιαίτερα οι Clusters υπήρξαν σε σημαντικό βαθμό, η μήτρα των όσων θα επακολουθούσαν. Ξεκίνησαν σαν ένα ερασιτεχνικό συγκρότημα γυμνασιόπαιδων που ήθελαν να γίνουν pop stars, και την περίοδο 66/67 κατάφεραν να γίνουν η πιό δημοφιλής μπάντα στην Νιγηρία. Εκείνη την εποχή είχαν επηρεαστεί από την Βρετανική εισβολή, τους Beatles και τους Rolling Stones, και αργότερα από τον James Brown. Όλα αυτά όμως έως ότου είδαν τον Geraldο Pino και τους Heartbeats Band από την Seirra Leone. Από 'κει και πέρα άρχισαν να παίζουν ένα μείγμα Rock, Soul και Highlife, που αποτέλεσε και τον πυρήνα του Afro- Rock και του Afrobeat.
Το 1970 τρία μέλη των Clusters (οι Jones, Akintobi  & Odumosu) θα αποχωρήσουν για να δημιουργήσουν στην συνέχεια τους "Afrocollection",  και που μετά από μιά μεγάλη "περιπέτεια" με τον Ginger Baker θα σχηματίσουν τους περίφημους BLO.
(Αυτή όμως είναι μιά άλλη ιστορία ... ).
Γεγονός είναι πάντως πως τόσο η εμφάνιση του Geraldo Pino, όσο και η παρουσία του Ginger Baker στην Νιγηρία στις αρχές του 70, λειτούργησαν καταλυτικά ως προς την δημιουργία μιάς νέας σκηνής στο Lagos.

Στα 1973 ο Olu θα ενταχθεί σαν "lead guitarist" στους Ofo The Black Company του χαρισματικού Larry Ifediorama (πέθανε το 2005), όπου και θα παραμείνει μεχρι το 1975. Έχοντας ήδη στο ενεργητικό τους ένα επιτυχημένο 45άρι -1972 για την London Records (Decca)- με το καταιγιστικό "fuzz-rock" Allah Wakbarr (γνωστό και μέσα από την συλλογή της AfroStrut ": Nigeria 70 /The Definitive Story of Funky Lagos -2001), oi Ofo έχουν μετακινηθεί στην Βρετανία, και τότε είναι που πρέπει να συναντάνε τον Olaseinde, ο οποίος βρίσκεται εκεί για σπουδές (αρκετά ερωτηματικά ... ). Αν και στο booklet του "Nigeria 70" ο Olu (Dele τότε) αναφέρεται στην σύνθεση της παραπάνω εγγραφής ως κιμπορντίτσας, οι χρονολογίες δεν ταιριάζουν. Σε κάθε περίπτωση όμως θα έχει συμμετοχή στο μοναδικό "studio album" του γκρουπ, - το Eniano είναι ένα κομμάτι από αυτό το LP & ανθολογείται στην συλλογή της Soundway Record: Nigeria Rock Special - και  πιθανόν και στο 45άρι: "The Book / Let's Go Where The Action Is". Και τα δύο το 1974. Υπάρχει και άλλο ένα single εκείνη την περίοδο, το: Love is you / Egwu Aja, με "παραλλαγές" πάνω στο θέμα του "Allah Wakbarr". Αρκετά γνωστό το πρώτο track από την ταινία: The Last King of Scotland. Στα επόμενα χρόνια θα γίνουν αρκετές αλλαγές στην σύνθεση των "Ofo", ενώ το 1977 θα επιστρέψουν στην Νιγηρία κυκλοφορώντας και ένα Live άλμπουμ, ηχογραφημένο κάπου στην Ευρώπη, ως: Ofo The Rock Company.
.

Από ότι φαίνεται ο Olaseinde, θα παραμείνει στην Αγγλία και το 1976 παρέα με τον Soni Maloko, πρών μπασίστα των Ofo, θα φτιάξουν την δική τους μπάντα, τους Afro Express.
Την ίδια χρονιά θα βγεί και το Asalam Aleikum, το LP που ηχογράφησαν στο Manchester, ένα από τα πιό ενδιαφέροντα & σπάνια εκείνων των χρόνων. Μέ έντονο μουσουλμανικό χαρακτήρα, και την χρήση του αραβικού ιδιώματος, αλλά και των σπασμένων Αγγλικών, των Yoriba, Hausa, Efik & Ebo, ο Olu και η παρέα του θα φτιάξουν ένα άλμπουμ που θα μπορούσε να χαρακτηριστει ως: "Black Music International"- όπως ακριβώς και η ονομασία της private έκδοσης του δίσκου. Περισσότερες πληροφορίες δεν έχω προς το παρόν, αλλά χάρη στις προσπάθειες του Γάλλου D.J. Ness, που ξέθαψε αυτό το μικρό διαμάντι κάπου στο Benin και ήρθε σε επαφή με τον Olaseinde, αναμένουμε την επανέκδοση του, από τα "master tapes", μέσα στον Σεπτέμβριο! Η μπάντα, πριν διαλυθεί, θα κυκλοφόρησει ακόμα ένα EP , το "Oya for the Festival" (1977), γιά να τιμήσει το FESTAC 77, το 2ο "African Festival of Arts and Culture" στην Νιγηρία.


Στις αρχές της δεκαετίας του 80 ο Olaseinde θα βρεθεί να συνεργάζεται γιά λίγο με μία άλλη Νιγηριανή μπάντα που έδρασε στην Μεγ. Βρετανία ( όπως τόσες άλλες άλλωστε), τους OZO των Keni St. George & Vernon Cummings, αρκετά γνωστούς στα undergroud dance κυκλώματα της εποχής.
Με το τέλος των σπουδών του και την επιστροφή του στην Νιγηρία θα ασχοληθεί κυρίως με την παραγωγή δίσκων, και θα συνδράμει στο στήσιμο του πρώτου "digital studio" στην χώρα, ιδιοκτησίας του παιδικού του φίλου Patsol (από τους Vampires). Παρέα επίσης με τον καλό του φίλο Tokunboh Shotade, κιμπορνίστα και ιδρυτικό μέλος των "Ofo the Black Company" & τεχνικό ήχου πλέον, θα κάνουν την παραγωγή, αλλά και θα παίξουν, σε πάρα πολλές εγγραφές της Shanu Olu Records. Μιάς τοπικής ετικέτας που δημιουργήθηκε στα τέλη των '70ς από τον
Sam Olu, όταν ήρθε σε ρήξη με την Decca, και που κυκλοφόρησε μερικά από τα τολμηρότερα άλμπουμ εκείνης της περιόδου. Στην συνέχεια θα ξαναβρεθεί στην Αγγλία, κάνοντας όλα αυτά που αναφέρω στην αρχή ( και πολλά άλλα ...)

Κυριακή 17 Ιουνίου 2012

Super Mama Djombo

"Independence was won in 1974, and that year brought the final formative elements to the band: freedom, euphoria, and bandleader Atchutchi. Atchutchi had been mobilized and politically aware for longer than the other members, and his contribution completed the project. The band would become politically charged. It would imagine a new, unified national identity that was neither Portuguese nor divided by indigenous ethnicity. It would help re-invent Kriol, the synthesis of Portuguese and African languages spoken in the cities, that the revolution had transformed into a common language of national unity. (SMD cd liner notes)" μέσω: muzzicaltrips.blogspot

◄●►◄●►◄●►◄ ● ►◄●►◄●►◄●►◄●►◄●►◄●►◄●►◄●►◄ ● ►◄●►

Χώρα μικρή και πολύπαθη η Γουινέα Μπισσάου (Guiné-Bissau), πρώην Πορτογαλική Γουινέα, υπήρξε Πορτογαλική αποικία από το 1895, το 1935 ανακηρύχθηκε πορτογαλικό έδαφος και το 1951 υπερπόντια επαρχία. Απέκτησε την ανεξαρτησία της μόλις στα 1974, έπειτα από την Επανάσταση των Γαρύφαλλων & μετά από έναν 10ετή ένοπλο αγώνα που διεξήγαγαν οι αντάρτες του PAIGC.
Από την προηγούμενη χρονιά (24-9-1973) το
PAIGC (Αφρικανικό Κόμμα για την Ανεξαρτησία της Γουινέας και του Πρασίνου Ακρωτηρίου) είχε προβεί σε μονομερή ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της χώρας , λίγους μήνες μετά την δολοφονία του ηγέτη του, και μετέπειτα εθνικού ήρωα, Amilcar Cabral, και μέσα σε ένα ιδιαίτερα αρνητικό διεθνές πλαίσιο για την Πορτογαλία. Ήδη από τις αρχές του 70 η οργάνωση, έχοντας στον έλεγχο της ένα μεγάλο τμήμα της χώρας, το οποίο και δοιηκείτο από τα θεσμικά της όργανα, απολάμβανε πλέον την διεθνή αναγνώριση. Στις 22 Σεπτεμβρίου του 1972, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ θα αναγνωρίσει το PAIGC ως νόμιμο εκπρόσωπο του λαού της Γουινέας-Μπισάου.
Το  PAIGC ιδρύθηκε τον Σεπτέμβριο του 1956 , από τον
Amilcar Cabral και μερικούς συντρόφους του (τους Rafael Barboza, Aristide Pereira και τον αδελφό του Luis), με μαρξιστικό προσανατολισμό, και σε μιά περίοδο που το "πνεύμα του Μπαντούνγκ" (The Spirit of Bandung) μεταδίδονταν και στις πορτογαλόφωνες (Lusophone) χώρες της Αφρικής, κυρίως μέσω των Αφρικανών φοιτητών της Λισαβόνας που επέστρεφαν στις πατρίδες τους.
Στις 3 Αυγούστου του 1959 η οργάνωση, και έχοντας υιοθετήσει μια "μη βίαιη πολιτική", θα πρωτοστατήσει στην μεγάλη απεργία των λιμενεργατών στο λιμάνι του Mπισάου, γνωστή και ώς η Σφαγή του Pidjiguiti. Η απεργία θα κατασταλεί βίαια, με αποτέλεσμα 60 νεκρούς στην πλατφόρμα του Pidjiguiti. Μετά από αυτά τα γεγονότα, το PAIGC θα μετακινηθεί σταδιακά από την πολιτική δράση στον ένοπλο αγώνα, και ακριβώς 2 χρόνια μετά θα κηρύξει τον αγώνα για ανεξαρτησία, εγκαταλείποντας την πρωτεύουσα και κάνοντας "σπίτι του", καταφύγιο & ορμητήριο του αγώνα τα πυκνά τροπικά δάση της χώρας.


Κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης περιόδου της δράσης των ανταρτών, μικρές ορχήστρες άρχισαν να αναδύονται, μεταξύ των οποίων οι  
Cobiana Jazz και οι Super Mama Djombo, που ωθούντο από τη δύναμη των επαναστατικών ιδεών,  και που προσφέρουν τη μουσική τους για να διατηρήσουν τον ενθουσιασμό στις τάξεις του απελευθερωτικού κινήματος
Mama Djombo
είναι στο τοπικό πάνθεον ένα ισχυρό θηλυκό πνεύμα, μια γυναικεία θεότητα, την οποία καλούσαν οι αντάρτες, κατά την απόκρυψη τους στα δάση, για την προστασία του απελευθερωτικού κινήματος.
(Το 50% του πληθυσμού είναι ανιμιστές, και το υπόλοιπο 50% μουσουλμάνοι).
Mama Djombo, και αργότερα Super Mama Djombo (SMD) ήταν και το όνομα που υιοθέτησε μια μικρή - αρχικά - ορχήστρα, που δημιουργήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του '60 από 4 παιδιά (με τον μικρότερο να είναι μόλις έξι ετών) σε ένα στρατόπεδο προσκόπων, και που λίγα χρόνια αργότερα  έμελλε να αποτελέσει  την πρωταρχική έκφραση της ταυτότητας της νέας χώρας. Πρόκειται για τους Zé Manel (κρουστά), Herculano (φωνητικά), Gonçalo & Taborda (μπάσο), που λίγο αργότερα έγιναν 6, με την προσθήκη του κιθαρίστα και τραγουδιστή Medina & του Chico Karuca (πρώτα σαν τραγουδιστή και μετέπειτα στο μπάσο).

Οι νεαροί πρόσκοποι, αν και πολιτικά ανώριμοι ακόμα, ήταν γραφτό να μεγαλώσουν μέσα στην επανάσταση, και να γευτούν από νωρίς την επιτυχία, παίζοντας σε γιορτές, γάμους και βαφτίσια. Μεγαλώνοντας και αποκτώντας μουσική δεξιοτεχνία, μεγάλωνε και η ομάδα αλλά και οι μουσικές απαιτήσεις της. Μέσα στα επόμενα χρόνια η ορχήστρα διευρύνθηκε με την προσχώρηση  αρκετών νέων μελών αλλά και με την απομάκρυνση κάποιων άλλων, μέσω μιας διαδικασίας στη οποία τα μέλη της ψήφιζαν, διατηρώντας ωστόσο τον βασικό κορμό της.
Μέχρι τα 1970, και με τους Cobiana Jazz να αποτελούν το κορυφαίο συγκρότημα της πολιτικής αντίστασης, οι νεαροί SMD  άρχισαν να παίζουν στα διαλείμματα των συναυλιών των τελευταίων, ερμηνεύοντας και αυτοί παραδοσιακούς ρυθμούς στην Kriol διάλεκτο, και κερδίζοντας σιγά σιγά μια μεγαλύτερη φήμη.
Οι Super Mama Djombo  θα γνωρίσoυν την μεγάλη ακμή τoυς στον απόηχο της ανεξαρτησίας χάρη στις λαμπρές παραστάσεις τους και αργότερα από την διάδοση των τραγουδιών τους από το κρατικό ραδιόφωνο της Γουινέας-Μπισάου.
Είναι το 1974 που η ορχήστρα θα λάβει την οριστική της μορφή, με την προσθήκη αρκετών νέων μελών, μεταξύ των οποίων και oi εξαιρετικοί "lead guitarists" Joã Mota και Tundu,  ενώ ο Atchutchi (Adriano Gomes Ferreira) θα ψηφιστεί σαν bandleader στην θέση του Medina. Ο τελευταίος θα σχηματίσει στην συνέχεια μια άλλη μεγάλη μπάντα εκείνων των χρόνων: τους Capa Negra. Ο συνθέτης Atchutchi, με ένα τετράδιο γεμάτο τραγούδια που περιμέναν να εκτελεστούν, και ρεπερτόριο που γιορτάζει τον απελευθερωτικό αγώνα του PAIGC, ήταν ίσως ο πιο έντονα πολιτικά συνειδητοποιημένος. Η παρουσία του θα επηρεάσει σημαντικά το έργο του συγκροτήματος που θα οραματιστεί μια νέα, ενιαία εθνική ταυτότητα που δεν είναι ούτε πορτογαλική ούτε θα διαιρείται σε αυτόχθονες εθνότητες. Θα βοηθήσει επίσης να επαναπροσδιοριστεί η Kriol, την οποία η επανάσταση είχε υιοθετήσει ως κοινή γλώσσα.

Κάπως έτσι διαμορφώνεται η σύνθεση του γκρούπ εκείνη την περίοδο:
- Adriano Atchutchi (Composer, Bandleader) .
- Miguelinho (Lead Guitar)
- Tundo (Lead Guitar)
- João Mota (Lead Guitar)
- Chico Karuca (Bass Guitar)
- Serifo Banoro ( Rhythm Guitar)
- José Manel (Drums)
- Uié (Percussion)
- Armando (Percussion)
- Malam (Vocal)
- Herculano (Vocal)
- Lamine (Vocal)
- Baba (Vocal)
- Tchobosky (Vocal)
- Dulce Neves (Vocal)


Οι SMD έγιναν σύντομα η ορχήστρα που εκπροσωπούσε την νέα κυβέρνηση του Luiz Cabral (αδελφού του Amilcar)  συνοδεύοντας τον στα ταξίδια του, και παίζοντας στο Πράσινο Ακρωτήριο, στη Μοζαμβίκη, την Αγκόλα, αλλά και στην Ευρώπη, ενώ  οι συναυλίες τους μεταδίδονταν ζωντανά από το ραδιόφωνο. Θα περιοδέυσουν στην Κούβα στα 1978,  όπου και θα λάβουν τιμητική διάκριση στο 11ο Φεστιβάλ Μουσικής Νεολαίας στην Αβάνα. Η φήμη τους θα ξεπεράσει τα σύνορα της χώρας, αν και ποτέ μέχρι τότε δεν είχαν κάποια ηχογράφηση. Στις αρχές του 1980  η μπάντα θα ταξιδέψει στην Λισαβόνα, με μοναδικό σκοπό την καταγραφή κάποιων τραγουδιών της στα Valentim De carvalho Studios. Μετά από μιά μαραθώνια συνεδρία θα προκύψουν 6 ώρες ηχογραφημένης μουσικής, χωρίς ωστόσο να καταφέρουν να καλύψουν όλο το ρεπερτόριο τους, και η οποία θα αποτελέσει το υλικό και των 5 άλμπουμ που θα κυκλοφορήσουν: Na Cambança (SMD 001) & Festival (SMD 002) από την Cobiana recordlabel το 1980, και Sol maior para comandante (SMD 003),  Mandjuana (SMD 004)  & À memória de N'Famara Mané (SMD 005) από την Sovjet record label Melodia στο Leningrad το 1983.

" ...Οι άνθρωποι στη Γουινέα-Μπισάου γνώριζαν ήδη τα τραγούδια απ’έξω, αλλά η έκδοση του πρώτου δίσκου θα ανοίξει νέους ορίζοντες, ιδιαίτερα το κομμάτι "Pamparida". Προσαρμοσμένο πάνω ένα παιδικό τραγούδι, δημιούργησε αίσθηση σε όλη τη Δυτική Αφρική. Οι DJs είχαν δύο αντίγραφα του άλμπουμ, έτσι ώστε να μπορούν να παίζουν το τραγούδι ξανά και ξανά χωρίς διακοπή. Λέγεται ότι όταν το «Pamparida" παιζόταν στο ραδιόφωνο κατά τη διάρκεια ενός γεύματος, οι άνθρωποι σηκώνονταν για χορό και στη συνέχεια επέστρεφαν στο γεύμα τους. Ήταν το «Pamparida" που γέμιζε ένα στάδιο στη Σενεγάλη με τον τότε άγνωστο Youssou N'Dour να ανοίγει το πρόγραμμα. Όταν η μουσική άρχιζε, τα πλήθη έξω κυριολεκτικά έσπαζαν την πόρτα για να τους ακούσουν να παίζουν... "
Ακολουθούν 2 κομμάτια από το 1ο LP
: Na Cambança

                                               Super Mama Djombo - Sûr di nô pubis 

          
                      
                                             Super Mama Djombo - Luta Kana Maina

Την επιτυχία του "Na Campana" θα ακολουθήσει το 2ο άλμπουμ τους, τον Festival.
Όπως δηλώνει και ο τίτλος του, είναι μια αναφορά στην συμμετοχή τους στο Φεστιβάλ στην Αβάνα, και στον αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Πρόκειται για ένα από τα "Ιερά Δισκοπότηρα" της Αφρικάνικης Μουσικής. Έξι κομμάτια, μεταξύ αυτών το επικό "Festival", το "Sociedade de malandros" (κοινωνία των απατεώνων), αλλά και το ονειρικό "Julia" με την πολύ ωραία κιθάρα του Tunde.
" ... Even if the lyrics are sometimes just lists of the names of revolutionary heroes, there is a dreamy guitar floating across the stratosphere, played by Tundu, who carved out his own niche alongside "Diamond Fingers" from Guinea (which also has Manding culture) ... " από το: muzikifan.com


Στο "Sol Maior Para Comandante" οι SMD, υιοθετώντας την Griot παράδοση που "αναβαπτίστηκε" με τους "Bembeya Jazz" και τις άλλες μεγάλες ορχήστρες της  γειτονικής Γουινέας, δημιουργούν ένα άλμπουμ με 2 μεγάλα κομμάτια, που μας αφηγείται τα ιστορικά γεγονότα του απελευθερωτικού αγώνα και της ηρωικές πράξεις του Amilcar Cabral.  To βίντεο με το ομώνυμο track, που έχω "ανεβάσει" στο Youtube, συγκεντρώνει φωτογραφίες που ελήφθησαν από τον Νορβηγό φωτογράφο Knut Andreasson, στους καταυλισμούς των ανταρτών το 1970.



Τόσο αυτό, όσο και το 2ο LP, είναι αναρτημένα στο WοrldService.blogspot..
Θα ακολουθήσουν και τα άλλα δύο άλμπουμ, αλλά εν τω μεταξύ τα πράγματα έχουν αλλάξει σημαντικά στην χώρα. Τον ενθουσιασμό για την ανεξαρτησία διαδέχεται γρήγορα η απογοήτευση για την αυταρχικότητα του καθεστώτος, και την αδυναμία του να ελέγξει την ενδημική φτώχεια. Ακριβώς σ 'αυτό το διάστημα η ορχήστρα δείχνει το θάρρος της, γράφοντας και παίζοντας τραγούδια όπου οι στίχοι  τους θα επικρίνουν την διαφθορά και την αναξιοκρατία της πολιτική της κυβέρνησης του Luiz Cabral. Θάρρος που δεν θα χάσουν όταν τον Νοέμβριο του 1980 ο Cabral θα ανατραπεί από τον δεσποτικό Nino Vieira, και η καταπίεση θα αυξηθεί. Χαρακτηριστικά τραγούδια σ' αυτό το πνεύμα είναι το Ordem do dia (από το άλμπουμ: Mandjuana), και το πολύ όμορφο & δημοφιλές"Suur di no pubis" ή  Dissan Na M'bera (που ανάρτησα πιό πάνω): "Επιτρέψτε μου να περπατήσω σε αυτήν την πλευρά του δρόμου / Μη με χτυπήσετε με ένα υπηρεσιακό αυτοκίνητο" (Σημειωτέον πως η ηχογράφηση στην Λισαβόνα έλαβε χώρα την κρίσιμη αυτή περίοδο).


Η νέα κυβέρνηση δεν ενδιαφερόταν για την τέχνη, κυρίως στον βαθμό που αυτή γινόταν ιδιαίτερα επικριτική. Αυτή ήταν και η αρχή του τέλους για την μπάντα, που άρχισε να μποϊκοτάρεται από το ραδιόφωνο και να υπόκειται  σε έναν άτυπο διωγμό. Πρώτος θα αποχωρήσει ο Ze Manel, που το 1982 θα κυκλοφορήσει ένα σόλο άλμπουμ, καυτηριάζοντας το καθεστώς. Λίγο αργότερα θα φύγει για  σπουδές στην Πορτογαλία φοβούμενος για την ζωή του ίδιου και της οικογένειας του. Θα ακολουθήσει η αποχώρηση του Atchutchi, που θα σημάνει ουσιαστικά και την αποδυνάμωση της μπάντας. Τελικά η ορχήστρα θα διαλυθεί το 1986 για να επανασυνδεθεί πρόσκαιρα το 1992, όταν ο Atchutchi ηχογράφησε το Soundtrack της ταινίας "The blue eyes of Yonta", και ξανά πάλι το 1999 με ένα νέο cd (Homenagem a José Carlos Schwarz) αφιέρωμα στον José Carlos Schwarz, τον θρυλικό ποιητή και ιδρυτή της Cobiana Jazz, που πέθανε σε ηλικία 27 ετών σε αεροπορικό δυστύχημα κοντά στην Αβάνα. Το Νοέμβριο του 2007, έξι από τα παλιά μέλη του συγκροτήματος (μεταξύ αυτών οι Atchutchi & Ze Manel) θα φθάσουν στην Ισλανδία, όπου μαζί  με οκτώ νέους μουσικούς από την Γουινέα θα καταγράψουν ένα νέο άλμπουμ, το Ar Puro, από όπου και το κομμάτι που ακολουθεί.



Οι Super Mama Djombo είναι ακόμα ζωντανοί, και αυτό το καλοκαίρι θα εμφανιστούν στο "African Festival in Hertme" στην Ολλανδία.
Πηγές: muzikifan Tp Africa AfricOriginal l' histgeobox., travelstories