"Independence was won in 1974, and that year brought the final formative elements to the band: freedom, euphoria, and bandleader Atchutchi. Atchutchi had been mobilized and politically aware for longer than the other members, and his contribution completed the project. The band would become politically charged. It would imagine a new, unified national identity that was neither Portuguese nor divided by indigenous ethnicity. It would help re-invent Kriol, the synthesis of Portuguese and African languages spoken in the cities, that the revolution had transformed into a common language of national unity. (SMD cd liner notes)" μέσω: muzzicaltrips.blogspot
◄●►◄●►◄●►◄ ● ►◄●►◄●►◄●►◄●►◄●►◄●►◄●►◄●►◄ ● ►◄●►
Χώρα μικρή και πολύπαθη η Γουινέα Μπισσάου (Guiné-Bissau), πρώην Πορτογαλική Γουινέα, υπήρξε Πορτογαλική αποικία από το 1895, το 1935 ανακηρύχθηκε πορτογαλικό έδαφος και το 1951 υπερπόντια επαρχία. Απέκτησε την ανεξαρτησία της μόλις στα 1974, έπειτα από την Επανάσταση των Γαρύφαλλων & μετά από έναν 10ετή ένοπλο αγώνα που διεξήγαγαν οι αντάρτες του PAIGC.
Από την προηγούμενη χρονιά (24-9-1973) το
PAIGC (Αφρικανικό Κόμμα για την Ανεξαρτησία της Γουινέας και του Πρασίνου Ακρωτηρίου) είχε προβεί σε μονομερή ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της χώρας , λίγους μήνες μετά την δολοφονία του ηγέτη του, και μετέπειτα εθνικού ήρωα, Amilcar Cabral, και μέσα σε ένα ιδιαίτερα αρνητικό διεθνές πλαίσιο για την Πορτογαλία. Ήδη από τις αρχές του 70 η οργάνωση, έχοντας στον έλεγχο της ένα μεγάλο τμήμα της χώρας, το οποίο και δοιηκείτο από τα θεσμικά της όργανα, απολάμβανε πλέον την διεθνή αναγνώριση. Στις 22 Σεπτεμβρίου του 1972, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ θα αναγνωρίσει το PAIGC ως νόμιμο εκπρόσωπο του λαού της Γουινέας-Μπισάου.
Το PAIGC ιδρύθηκε τον Σεπτέμβριο του 1956 , από τον Amilcar Cabral και μερικούς συντρόφους του (τους Rafael Barboza, Aristide Pereira και τον αδελφό του Luis), με μαρξιστικό προσανατολισμό, και σε μιά περίοδο που το "πνεύμα του Μπαντούνγκ" (The Spirit of Bandung) μεταδίδονταν και στις πορτογαλόφωνες (Lusophone) χώρες της Αφρικής, κυρίως μέσω των Αφρικανών φοιτητών της Λισαβόνας που επέστρεφαν στις πατρίδες τους.
Στις 3 Αυγούστου του 1959 η οργάνωση, και έχοντας υιοθετήσει μια "μη βίαιη πολιτική", θα πρωτοστατήσει στην μεγάλη απεργία των λιμενεργατών στο λιμάνι του Mπισάου, γνωστή και ώς η Σφαγή του Pidjiguiti. Η απεργία θα κατασταλεί βίαια, με αποτέλεσμα 60 νεκρούς στην πλατφόρμα του Pidjiguiti. Μετά από αυτά τα γεγονότα, το PAIGC θα μετακινηθεί σταδιακά από την πολιτική δράση στον ένοπλο αγώνα, και ακριβώς 2 χρόνια μετά θα κηρύξει τον αγώνα για ανεξαρτησία, εγκαταλείποντας την πρωτεύουσα και κάνοντας "σπίτι του", καταφύγιο & ορμητήριο του αγώνα τα πυκνά τροπικά δάση της χώρας.
Κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης περιόδου της δράσης των ανταρτών, μικρές ορχήστρες άρχισαν να αναδύονται, μεταξύ των οποίων οι Cobiana Jazz και οι Super Mama Djombo, που ωθούντο από τη δύναμη των επαναστατικών ιδεών, και που προσφέρουν τη μουσική τους για να διατηρήσουν τον ενθουσιασμό στις τάξεις του απελευθερωτικού κινήματος
Mama Djombo είναι στο τοπικό πάνθεον ένα ισχυρό θηλυκό πνεύμα, μια γυναικεία θεότητα, την οποία καλούσαν οι αντάρτες, κατά την απόκρυψη τους στα δάση, για την προστασία του απελευθερωτικού κινήματος.
(Το 50% του πληθυσμού είναι ανιμιστές, και το υπόλοιπο 50% μουσουλμάνοι).
Mama Djombo, και αργότερα Super Mama Djombo (SMD) ήταν και το όνομα που υιοθέτησε μια μικρή - αρχικά - ορχήστρα, που δημιουργήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του '60 από 4 παιδιά (με τον μικρότερο να είναι μόλις έξι ετών) σε ένα στρατόπεδο προσκόπων, και που λίγα χρόνια αργότερα έμελλε να αποτελέσει την πρωταρχική έκφραση της ταυτότητας της νέας χώρας. Πρόκειται για τους Zé Manel (κρουστά), Herculano (φωνητικά), Gonçalo & Taborda (μπάσο), που λίγο αργότερα έγιναν 6, με την προσθήκη του κιθαρίστα και τραγουδιστή Medina & του Chico Karuca (πρώτα σαν τραγουδιστή και μετέπειτα στο μπάσο).
Οι νεαροί πρόσκοποι, αν και πολιτικά ανώριμοι ακόμα, ήταν γραφτό να μεγαλώσουν μέσα στην επανάσταση, και να γευτούν από νωρίς την επιτυχία, παίζοντας σε γιορτές, γάμους και βαφτίσια. Μεγαλώνοντας και αποκτώντας μουσική δεξιοτεχνία, μεγάλωνε και η ομάδα αλλά και οι μουσικές απαιτήσεις της. Μέσα στα επόμενα χρόνια η ορχήστρα διευρύνθηκε με την προσχώρηση αρκετών νέων μελών αλλά και με την απομάκρυνση κάποιων άλλων, μέσω μιας διαδικασίας στη οποία τα μέλη της ψήφιζαν, διατηρώντας ωστόσο τον βασικό κορμό της.
Μέχρι τα 1970, και με τους Cobiana Jazz να αποτελούν το κορυφαίο συγκρότημα της πολιτικής αντίστασης, οι νεαροί SMD άρχισαν να παίζουν στα διαλείμματα των συναυλιών των τελευταίων, ερμηνεύοντας και αυτοί παραδοσιακούς ρυθμούς στην Kriol διάλεκτο, και κερδίζοντας σιγά σιγά μια μεγαλύτερη φήμη.
Οι Super Mama Djombo θα γνωρίσoυν την μεγάλη ακμή τoυς στον απόηχο της ανεξαρτησίας χάρη στις λαμπρές παραστάσεις τους και αργότερα από την διάδοση των τραγουδιών τους από το κρατικό ραδιόφωνο της Γουινέας-Μπισάου.
Είναι το 1974 που η ορχήστρα θα λάβει την οριστική της μορφή, με την προσθήκη αρκετών νέων μελών, μεταξύ των οποίων και oi εξαιρετικοί "lead guitarists" Joã Mota και Tundu, ενώ ο Atchutchi (Adriano Gomes Ferreira) θα ψηφιστεί σαν bandleader στην θέση του Medina. Ο τελευταίος θα σχηματίσει στην συνέχεια μια άλλη μεγάλη μπάντα εκείνων των χρόνων: τους Capa Negra. Ο συνθέτης Atchutchi, με ένα τετράδιο γεμάτο τραγούδια που περιμέναν να εκτελεστούν, και ρεπερτόριο που γιορτάζει τον απελευθερωτικό αγώνα του PAIGC, ήταν ίσως ο πιο έντονα πολιτικά συνειδητοποιημένος. Η παρουσία του θα επηρεάσει σημαντικά το έργο του συγκροτήματος που θα οραματιστεί μια νέα, ενιαία εθνική ταυτότητα που δεν είναι ούτε πορτογαλική ούτε θα διαιρείται σε αυτόχθονες εθνότητες. Θα βοηθήσει επίσης να επαναπροσδιοριστεί η Kriol, την οποία η επανάσταση είχε υιοθετήσει ως κοινή γλώσσα.
Οι SMD έγιναν σύντομα η ορχήστρα που εκπροσωπούσε την νέα κυβέρνηση του
Luiz Cabral (αδελφού του Amilcar) συνοδεύοντας τον στα ταξίδια του, και
παίζοντας στο Πράσινο Ακρωτήριο, στη Μοζαμβίκη, την Αγκόλα, αλλά και
στην Ευρώπη, ενώ οι συναυλίες τους μεταδίδονταν ζωντανά από το
ραδιόφωνο. Θα περιοδέυσουν στην Κούβα στα 1978, όπου και θα λάβουν
τιμητική διάκριση στο 11ο Φεστιβάλ Μουσικής Νεολαίας στην Αβάνα. Η φήμη
τους θα ξεπεράσει τα σύνορα της χώρας, αν και ποτέ μέχρι τότε δεν είχαν
κάποια ηχογράφηση. Στις αρχές του 1980 η μπάντα θα ταξιδέψει στην
Λισαβόνα, με μοναδικό σκοπό την καταγραφή κάποιων τραγουδιών της στα
Valentim De carvalho Studios. Μετά από μιά μαραθώνια συνεδρία θα
προκύψουν 6 ώρες ηχογραφημένης μουσικής, χωρίς ωστόσο να καταφέρουν να
καλύψουν όλο το ρεπερτόριο τους, και η οποία θα αποτελέσει το υλικό και
των 5 άλμπουμ που θα κυκλοφορήσουν: Na Cambança (SMD 001) &
Festival (SMD 002) από την Cobiana recordlabel το 1980, και Sol maior
para comandante (SMD 003), Mandjuana (SMD 004) & À memória de
N'Famara Mané (SMD 005) από την Sovjet record label Melodia στο
Leningrad το 1983.
◄●►◄●►◄●►◄ ● ►◄●►◄●►◄●►◄●►◄●►◄●►◄●►◄●►◄ ● ►◄●►
Χώρα μικρή και πολύπαθη η Γουινέα Μπισσάου (Guiné-Bissau), πρώην Πορτογαλική Γουινέα, υπήρξε Πορτογαλική αποικία από το 1895, το 1935 ανακηρύχθηκε πορτογαλικό έδαφος και το 1951 υπερπόντια επαρχία. Απέκτησε την ανεξαρτησία της μόλις στα 1974, έπειτα από την Επανάσταση των Γαρύφαλλων & μετά από έναν 10ετή ένοπλο αγώνα που διεξήγαγαν οι αντάρτες του PAIGC.
Από την προηγούμενη χρονιά (24-9-1973) το
PAIGC (Αφρικανικό Κόμμα για την Ανεξαρτησία της Γουινέας και του Πρασίνου Ακρωτηρίου) είχε προβεί σε μονομερή ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της χώρας , λίγους μήνες μετά την δολοφονία του ηγέτη του, και μετέπειτα εθνικού ήρωα, Amilcar Cabral, και μέσα σε ένα ιδιαίτερα αρνητικό διεθνές πλαίσιο για την Πορτογαλία. Ήδη από τις αρχές του 70 η οργάνωση, έχοντας στον έλεγχο της ένα μεγάλο τμήμα της χώρας, το οποίο και δοιηκείτο από τα θεσμικά της όργανα, απολάμβανε πλέον την διεθνή αναγνώριση. Στις 22 Σεπτεμβρίου του 1972, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ θα αναγνωρίσει το PAIGC ως νόμιμο εκπρόσωπο του λαού της Γουινέας-Μπισάου.
Το PAIGC ιδρύθηκε τον Σεπτέμβριο του 1956 , από τον Amilcar Cabral και μερικούς συντρόφους του (τους Rafael Barboza, Aristide Pereira και τον αδελφό του Luis), με μαρξιστικό προσανατολισμό, και σε μιά περίοδο που το "πνεύμα του Μπαντούνγκ" (The Spirit of Bandung) μεταδίδονταν και στις πορτογαλόφωνες (Lusophone) χώρες της Αφρικής, κυρίως μέσω των Αφρικανών φοιτητών της Λισαβόνας που επέστρεφαν στις πατρίδες τους.
Στις 3 Αυγούστου του 1959 η οργάνωση, και έχοντας υιοθετήσει μια "μη βίαιη πολιτική", θα πρωτοστατήσει στην μεγάλη απεργία των λιμενεργατών στο λιμάνι του Mπισάου, γνωστή και ώς η Σφαγή του Pidjiguiti. Η απεργία θα κατασταλεί βίαια, με αποτέλεσμα 60 νεκρούς στην πλατφόρμα του Pidjiguiti. Μετά από αυτά τα γεγονότα, το PAIGC θα μετακινηθεί σταδιακά από την πολιτική δράση στον ένοπλο αγώνα, και ακριβώς 2 χρόνια μετά θα κηρύξει τον αγώνα για ανεξαρτησία, εγκαταλείποντας την πρωτεύουσα και κάνοντας "σπίτι του", καταφύγιο & ορμητήριο του αγώνα τα πυκνά τροπικά δάση της χώρας.
Κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης περιόδου της δράσης των ανταρτών, μικρές ορχήστρες άρχισαν να αναδύονται, μεταξύ των οποίων οι Cobiana Jazz και οι Super Mama Djombo, που ωθούντο από τη δύναμη των επαναστατικών ιδεών, και που προσφέρουν τη μουσική τους για να διατηρήσουν τον ενθουσιασμό στις τάξεις του απελευθερωτικού κινήματος
Mama Djombo είναι στο τοπικό πάνθεον ένα ισχυρό θηλυκό πνεύμα, μια γυναικεία θεότητα, την οποία καλούσαν οι αντάρτες, κατά την απόκρυψη τους στα δάση, για την προστασία του απελευθερωτικού κινήματος.
(Το 50% του πληθυσμού είναι ανιμιστές, και το υπόλοιπο 50% μουσουλμάνοι).
Mama Djombo, και αργότερα Super Mama Djombo (SMD) ήταν και το όνομα που υιοθέτησε μια μικρή - αρχικά - ορχήστρα, που δημιουργήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του '60 από 4 παιδιά (με τον μικρότερο να είναι μόλις έξι ετών) σε ένα στρατόπεδο προσκόπων, και που λίγα χρόνια αργότερα έμελλε να αποτελέσει την πρωταρχική έκφραση της ταυτότητας της νέας χώρας. Πρόκειται για τους Zé Manel (κρουστά), Herculano (φωνητικά), Gonçalo & Taborda (μπάσο), που λίγο αργότερα έγιναν 6, με την προσθήκη του κιθαρίστα και τραγουδιστή Medina & του Chico Karuca (πρώτα σαν τραγουδιστή και μετέπειτα στο μπάσο).
Οι νεαροί πρόσκοποι, αν και πολιτικά ανώριμοι ακόμα, ήταν γραφτό να μεγαλώσουν μέσα στην επανάσταση, και να γευτούν από νωρίς την επιτυχία, παίζοντας σε γιορτές, γάμους και βαφτίσια. Μεγαλώνοντας και αποκτώντας μουσική δεξιοτεχνία, μεγάλωνε και η ομάδα αλλά και οι μουσικές απαιτήσεις της. Μέσα στα επόμενα χρόνια η ορχήστρα διευρύνθηκε με την προσχώρηση αρκετών νέων μελών αλλά και με την απομάκρυνση κάποιων άλλων, μέσω μιας διαδικασίας στη οποία τα μέλη της ψήφιζαν, διατηρώντας ωστόσο τον βασικό κορμό της.
Μέχρι τα 1970, και με τους Cobiana Jazz να αποτελούν το κορυφαίο συγκρότημα της πολιτικής αντίστασης, οι νεαροί SMD άρχισαν να παίζουν στα διαλείμματα των συναυλιών των τελευταίων, ερμηνεύοντας και αυτοί παραδοσιακούς ρυθμούς στην Kriol διάλεκτο, και κερδίζοντας σιγά σιγά μια μεγαλύτερη φήμη.
Οι Super Mama Djombo θα γνωρίσoυν την μεγάλη ακμή τoυς στον απόηχο της ανεξαρτησίας χάρη στις λαμπρές παραστάσεις τους και αργότερα από την διάδοση των τραγουδιών τους από το κρατικό ραδιόφωνο της Γουινέας-Μπισάου.
Είναι το 1974 που η ορχήστρα θα λάβει την οριστική της μορφή, με την προσθήκη αρκετών νέων μελών, μεταξύ των οποίων και oi εξαιρετικοί "lead guitarists" Joã Mota και Tundu, ενώ ο Atchutchi (Adriano Gomes Ferreira) θα ψηφιστεί σαν bandleader στην θέση του Medina. Ο τελευταίος θα σχηματίσει στην συνέχεια μια άλλη μεγάλη μπάντα εκείνων των χρόνων: τους Capa Negra. Ο συνθέτης Atchutchi, με ένα τετράδιο γεμάτο τραγούδια που περιμέναν να εκτελεστούν, και ρεπερτόριο που γιορτάζει τον απελευθερωτικό αγώνα του PAIGC, ήταν ίσως ο πιο έντονα πολιτικά συνειδητοποιημένος. Η παρουσία του θα επηρεάσει σημαντικά το έργο του συγκροτήματος που θα οραματιστεί μια νέα, ενιαία εθνική ταυτότητα που δεν είναι ούτε πορτογαλική ούτε θα διαιρείται σε αυτόχθονες εθνότητες. Θα βοηθήσει επίσης να επαναπροσδιοριστεί η Kriol, την οποία η επανάσταση είχε υιοθετήσει ως κοινή γλώσσα.
Κάπως έτσι διαμορφώνεται η σύνθεση του γκρούπ εκείνη την περίοδο:
- Adriano Atchutchi (Composer, Bandleader) .
- Miguelinho (Lead Guitar)
- Tundo (Lead Guitar)
- João Mota (Lead Guitar)
- Chico Karuca (Bass Guitar)
- Serifo Banoro ( Rhythm Guitar)
- José Manel (Drums)
- Uié (Percussion)
- Armando (Percussion)
- Malam (Vocal)
- Herculano (Vocal)
- Lamine (Vocal)
- Baba (Vocal)
- Tchobosky (Vocal)
- Dulce Neves (Vocal)
" ...Οι άνθρωποι στη Γουινέα-Μπισάου γνώριζαν
ήδη τα τραγούδια απ’έξω, αλλά η έκδοση του πρώτου δίσκου θα ανοίξει
νέους ορίζοντες, ιδιαίτερα το κομμάτι "Pamparida". Προσαρμοσμένο πάνω ένα παιδικό τραγούδι, δημιούργησε αίσθηση σε όλη τη
Δυτική Αφρική. Οι DJs είχαν δύο αντίγραφα του άλμπουμ, έτσι ώστε να
μπορούν να παίζουν το τραγούδι ξανά και ξανά χωρίς διακοπή. Λέγεται ότι
όταν το «Pamparida" παιζόταν στο ραδιόφωνο κατά τη διάρκεια ενός
γεύματος, οι άνθρωποι σηκώνονταν για χορό και στη συνέχεια επέστρεφαν
στο γεύμα τους. Ήταν το «Pamparida" που γέμιζε ένα στάδιο στη Σενεγάλη
με τον τότε άγνωστο Youssou N'Dour να ανοίγει το πρόγραμμα. Όταν η μουσική άρχιζε, τα πλήθη έξω κυριολεκτικά έσπαζαν την πόρτα για να τους ακούσουν να παίζουν... "
Ακολουθούν 2 κομμάτια από το 1ο LP: Na Cambança
Super Mama Djombo - Sûr di nô pubis
Ακολουθούν 2 κομμάτια από το 1ο LP: Na Cambança
Super Mama Djombo - Sûr di nô pubis
Super Mama Djombo - Luta Kana Maina
Την επιτυχία του "Na Campana" θα ακολουθήσει το 2ο άλμπουμ τους, τον Festival.
Όπως δηλώνει και ο τίτλος του, είναι μια αναφορά στην συμμετοχή τους στο Φεστιβάλ στην Αβάνα, και στον αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Πρόκειται για ένα από τα "Ιερά Δισκοπότηρα" της Αφρικάνικης Μουσικής. Έξι κομμάτια, μεταξύ αυτών το επικό "Festival", το "Sociedade de malandros" (κοινωνία των απατεώνων), αλλά και το ονειρικό "Julia" με την πολύ ωραία κιθάρα του Tunde.
" ... Even if the lyrics are sometimes just lists of the names of revolutionary heroes, there is a dreamy guitar floating across the stratosphere, played by Tundu, who carved out his own niche alongside "Diamond Fingers" from Guinea (which also has Manding culture) ... " από το: muzikifan.com
Στο "Sol Maior Para Comandante" οι SMD, υιοθετώντας την Griot παράδοση που "αναβαπτίστηκε" με τους "Bembeya Jazz" και τις άλλες μεγάλες ορχήστρες της γειτονικής Γουινέας, δημιουργούν ένα άλμπουμ με 2 μεγάλα κομμάτια, που μας αφηγείται τα ιστορικά γεγονότα του απελευθερωτικού αγώνα και της ηρωικές πράξεις του Amilcar Cabral. To βίντεο με το ομώνυμο track, που έχω "ανεβάσει" στο Youtube, συγκεντρώνει φωτογραφίες που ελήφθησαν από τον Νορβηγό φωτογράφο Knut Andreasson, στους καταυλισμούς των ανταρτών το 1970.
Τόσο αυτό, όσο και το 2ο LP, είναι αναρτημένα στο WοrldService.blogspot..
Θα ακολουθήσουν και τα άλλα δύο άλμπουμ, αλλά εν τω μεταξύ τα πράγματα έχουν αλλάξει σημαντικά στην χώρα. Τον ενθουσιασμό για την ανεξαρτησία διαδέχεται γρήγορα η απογοήτευση για την αυταρχικότητα του καθεστώτος, και την αδυναμία του να ελέγξει την ενδημική φτώχεια. Ακριβώς σ 'αυτό το διάστημα η ορχήστρα δείχνει το θάρρος της, γράφοντας και παίζοντας τραγούδια όπου οι στίχοι τους θα επικρίνουν την διαφθορά και την αναξιοκρατία της πολιτική της κυβέρνησης του Luiz Cabral. Θάρρος που δεν θα χάσουν όταν τον Νοέμβριο του 1980 ο Cabral θα ανατραπεί από τον δεσποτικό Nino Vieira, και η καταπίεση θα αυξηθεί. Χαρακτηριστικά τραγούδια σ' αυτό το πνεύμα είναι το Ordem do dia (από το άλμπουμ: Mandjuana), και το πολύ όμορφο & δημοφιλές"Suur di no pubis" ή Dissan Na M'bera (που ανάρτησα πιό πάνω): "Επιτρέψτε μου να περπατήσω σε αυτήν την πλευρά του δρόμου / Μη με χτυπήσετε με ένα υπηρεσιακό αυτοκίνητο" (Σημειωτέον πως η ηχογράφηση στην Λισαβόνα έλαβε χώρα την κρίσιμη αυτή περίοδο).
Η νέα κυβέρνηση δεν ενδιαφερόταν για την τέχνη, κυρίως στον βαθμό που αυτή γινόταν ιδιαίτερα επικριτική. Αυτή ήταν και η αρχή του τέλους για την μπάντα, που άρχισε να μποϊκοτάρεται από το ραδιόφωνο και να υπόκειται σε έναν άτυπο διωγμό. Πρώτος θα αποχωρήσει ο Ze Manel, που το 1982 θα κυκλοφορήσει ένα σόλο άλμπουμ, καυτηριάζοντας το καθεστώς. Λίγο αργότερα θα φύγει για σπουδές στην Πορτογαλία φοβούμενος για την ζωή του ίδιου και της οικογένειας του. Θα ακολουθήσει η αποχώρηση του Atchutchi, που θα σημάνει ουσιαστικά και την αποδυνάμωση της μπάντας. Τελικά η ορχήστρα θα διαλυθεί το 1986 για να επανασυνδεθεί πρόσκαιρα το 1992, όταν ο Atchutchi ηχογράφησε το Soundtrack της ταινίας "The blue eyes of Yonta", και ξανά πάλι το 1999 με ένα νέο cd (Homenagem a José Carlos Schwarz) αφιέρωμα στον José Carlos Schwarz, τον θρυλικό ποιητή και ιδρυτή της Cobiana Jazz, που πέθανε σε ηλικία 27 ετών σε αεροπορικό δυστύχημα κοντά στην Αβάνα. Το Νοέμβριο του 2007, έξι από τα παλιά μέλη του συγκροτήματος (μεταξύ αυτών οι Atchutchi & Ze Manel) θα φθάσουν στην Ισλανδία, όπου μαζί με οκτώ νέους μουσικούς από την Γουινέα θα καταγράψουν ένα νέο άλμπουμ, το Ar Puro, από όπου και το κομμάτι που ακολουθεί.
Οι Super Mama Djombo είναι ακόμα ζωντανοί, και αυτό το καλοκαίρι θα εμφανιστούν στο "African Festival in Hertme" στην Ολλανδία.
Πηγές: muzikifan, Tp Africa, AfricOriginal, l' histgeobox., travelstories